Γονείς που νομίζουν ότι μεγαλώνουν έναν σούπερ σταρ και του δίνουν οδηγίες από την κερκίδα. Παράγοντες που διαμαρτύρονται στο διαιτητή. Προπονητές που ουρλιάζουν από τον πάγκο.
Ένα γνώριμο σκηνικό σε αγώνα Ακαδημιών, δηλαδή σε ένα ματς ανάμεσα σε παιδιά που παίζουν μπάσκετ, βόλεϊ, ποδόσφαιρο. Είναι οι «μεγάλοι» που παρεμβαίνουν βάναυσα στον κόσμο τους, θέτοντας τη δική τους ατζέντα, βάζοντας τις δικές τους προτεραιότητες.
Αφορμή για το συγκεκριμένο άρθρο στάθηκε αφενός η εμπειρία από τη σταθερή παρουσία στα αναπτυξιακά πρωταθλήματα της Super League, αφετέρου μια πρόσφατη ομιλία του Καναδού προπονητή Ματ Γιανγκ σε συνέδριο της TED στο Βανκούβερ. Ένας ύμνος στην αθλητική αθωότητα της παιδικής ηλικίας, που διαστρεβλώνεται όταν στην εξίσωση μπαίνουν οι ενήλικες.
Πριν οι «μεγάλοι» εισβάλλουν στην παιδική πραγματικότητα, οι συνθήκες ανταγωνισμού στα ομαδικά αθλήματα ρυθμίζονταν από τα ίδια τα παιδιά. Αυτά φρόντιζαν στην αλάνα ή στο ανοιχτό γήπεδο του μπάσκετ να χωρίσουν τις ομάδες ακριβοδίκαια. Ο Θανασάκης και ο Νίκος Ντ.(αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας του υπογράφοντος) ήταν οι καλύτεροι και έπρεπε να είναι αντίπαλοι, αλλιώς δεν είχε νόημα. Γιατί να παίζεις, άμα είναι προδιαγεγραμμένο ότι θα χάσεις αφού οι ομάδες δεν θα ήταν ισοδύναμες;
Και τότε εμφανίστηκαν οι ενήλικες με τη φαεινή ιδέα: «Γιατί να μη φτιάξουμε μία ομάδα όπου θα ενώσουμε όλους τους 11χρονους και 12χρονους ταλαντούχους αθλητές; Έτσι θα δημιουργήσουμε μία elite ομάδα που θα παίζει με elite αντιπάλους». Και τότε ο παιδικός αθλητισμός πεθαίνει… Ο Θανασάκης κι ο Νίκος έγιναν συμπαίκτες με άλλους ισάξιούς τους, άρχισαν να παίζουν εναντίον άλλων 11χρονων ταλαντούχων και οι υπόλοιποι άρχισαν να νιώθουν κάπως άβολα.
Σύμφωνα με έρευνα στις ΗΠΑ, από τα παιδιά που μπαίνουν στον αθλητισμό, το 70% έχει ήδη εγκαταλείψει στην ηλικία των 13. Οι επτά στους δέκα επίδοξους αθλητές τα παρατάνε στη Β΄ γυμνασίου, δηλαδή, εάν κάνουμε την αναγωγή στην Ελλάδα, όπου σίγουρα το ποσοστό είναι αντίστοιχο, μολονότι δεν υπάρχει αντίστοιχη μελέτη. Για πολλούς από αυτούς τους αθλητές ο βασικότερος λόγος είναι η απώλεια της χαράς του παιχνιδιού.
Όταν δημιουργούνται elite ομάδες, παίζουν στην αρχή με κάποιες «μη elite» επικρατούν 8-0 στο ποδόσφαιρο και 75-18 στο μπάσκετ, πανηγυρίζουν οι γονείς, ενώ οι προπονητές ονειρεύονται το λαμπρό μέλλον τους. Τα παιδιά της ηττημένης ομάδας βλέπουν ότι βγαίνουν σταδιακά εκτός παιχνιδιού, ότι ο χώρος αυτός ανήκει σε άλλους πλέον. Βιώνουν τον πρώτο αποκλεισμό της ζωής τους.
Ο δεύτερος έρχεται με τα «παρελκόμενα» έξοδα στα οποία δεν μπορεί να ανταπεξέλθει κάθε οικογένεια. Άρα, ο αποκλεισμός έχει και κοινωνικό πρόσημο αφού «elite» μπορεί να γίνει μόνο κάποιος που διαθέτει οικονομική άνεση. Σύμφωνα με ένα παντελώς αυθαίρετο πρότυπο που επικρατεί, για να φτάσεις σε υψηλό επίπεδο πρέπει από πολύ μικρή ηλικία να αγοράσεις τον καλύτερο εξοπλισμό, να προσλάβεις τους καλύτερους προπονητές ατομικής βελτίωσης, να έχεις πρόσβαση σε σύγχρονο γυμναστήριο και κέντρο αποθεραπείας.
Σοβαρά; Ας ρωτήσουμε τον Καραγκούνη αν είχε personal trainer στον Αμπελώνα Ηλείας. Ας ρωτήσουμε τον Διαμαντίδη πόσες «ατομικές» έκανε στην Καστοριά. Κι επειδή κάποιοι θα σκεφτούν αμέσως «μα τότε ήταν διαφορετικά τα πράγματα» ας εστιάσουν σε κάτι πολύ πιο πρόσφατο: ας ρωτήσουν τα αδέλφια Αντετουκούνμπο πόσο εξειδικευμένα και επιστημονικά δούλευαν στα 15 και τα 16.
Ακόμα όμως και τα παιδιά που επιλέγονται από τις ακαδημίες ενός μεγάλου συλλόγου, έρχονται αντιμέτωπα με συμπεριφορές που ουδεμία σχέση έχουν με αναπτυξιακό αθλητισμό. Ανειδίκευτοι προπονητές με «υφάκι», που δείχνουν υπερβολική προσήλωση στην τακτική και περιορίζουν την ελευθερία τους. Πρόσφατο περιστατικό στην Ελλάδα: μόλις πριν από μερικές εβδομάδες στην Κ12 μεγάλης αθηναϊκής ΠΑΕ, ο προπονητής έστειλε στον πάγκο παιδί επειδή προσπάθησε να τελειώσει μια φάση και δεν έδωσε πάσα. Μιλάμε για 11χρονους, έτσι; Όχι για τον Κλωναρίδη που δεν είδε τον Γιακουμάκη κι έχασε η ΑΕΚ από τη Μπενφίκα το 2018 στο Champions League…
Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν (με τη βοήθεια του Ματ Γιανγκ) το τοπίο:
Δεν υπάρχει elite αθλητής 15 και 16 ετών
Elite είναι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο στο μπάσκετ, ο Στέφανος Τσιτσιπάς και ο Μαρία Σάκκαρη στο τένις. ΔΕΝ είναι ο ποδοσφαιριστής της Κ17 του Παναθηναϊκού, που αγωνίζεται στο αντίστοιχο πρωτάθλημα της Super League και διακρίνεται. Χρειάζεται να διανύσει πολύ δρόμο ακόμα, να δουλέψει σκληρά και να ανταποκριθεί στις δυσκολίες. Ότι ξεχωρίζει ανάμεσα σε παιδιά της ηλικίας του δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, καθώς ο ηλικιακός διαχωρισμός παύει να υφίσταται μόλις κλείσει τα 19.
Δεν υπάρχει αξιολόγηση καλού ή κακού πριν από τα 17
«Αυτό το παιδάκι δεν κάνει» απεφάνθη με περισπούδαστο ύφος ο γονιός βλέποντας ματς 12χρονων. Ακόμα χειρότερα, στο συμπέρασμα αυτό μπορεί να φτάσει ένας προπονητής που διώχνει παιδιά ηλικίας 11 και 12 ετών από τις Ακαδημίες μεγάλων ΠΑΕ όπως συμβαίνει συχνά.
Ο κορυφαίος στις αναπτυξιακές ηλικίες Βαγγέλης Σάμιος, διευθυντής των Ακαδημιών του Παναθηναϊκού, στην πρόσφατη συνέντευξή του στο Gazzetta είχε ξεκαθαρίσει ότι: «Κατά 99% ό,τι βλέπεις μέσα στο γήπεδο είναι και η πραγματικότητα αλλά αυτό είναι κάτι που θα το δεις από την Κ17 και μετά. Από την Κ16 και κάτω είναι δύσκολο να πεις με βεβαιότητα ότι ένας παίκτης μπορεί ή δεν μπορεί».
Συνεπώς, όταν μιλάμε για προπονητές που αξιολογούν αρνητικά και «κόβουν» παιδάκια 12 ετών, μιλάμε για ανεπαρκείς προπονητές, που θα έπρεπε να αλλάξουν επάγγελμα. Εάν τους το επιβάλλουν οι προϊστάμενοί τους, τότε το ίδιο ισχύει και γι΄ αυτούς.
Δε νοείται αποκλεισμός του παιδιού από το γήπεδο
Σε οποιαδήποτε ακαδημία του πλανήτη, σε οποιοδήποτε γήπεδο του κόσμου, η απόλυτη προτεραιότητα πρέπει να είναι το παιδί. Φυσικά κάποια έχουν μεγαλύτερο ταλέντο από κάποια άλλα και υψηλότερες προδιαγραφές. Τι κάνεις σε αυτήν την περίπτωση; Δημιουργείς δεύτερη και τρίτη ομάδα ανάλογα με τον αριθμό και τη δυναμικότητα των αθλητών, αλλά ΠΟΤΕ δεν διώχνεις ένα μικρό παιδί από το γήπεδο. Είναι εγκληματικό ως άνθρωπος, ως προπονητής, ως παιδαγωγός να δημιουργείς έστω μία στις χίλιες πιθανότητες να στραφεί το παιδί στα ναρκωτικά, τις παραβατικές συμπεριφορές ή να εμφανίσει ψυχολογικά προβλήματα. Αυτό ισχύει είτε αναφερόμαστε σε κορυφαίες αθλητικές ακαδημίες, είτε σε συνοικιακά σωματεία.
Όσο για τους γονείς, οι περισσότεροι ασκούμε μεγάλη πίεση στα παιδιά, να φτάσουν σε στόχους πολύ πιο υψηλούς απ΄ότι επιτρέπει η ηλικία και η ψυχολογία τους. Ας τα αφήσουμε να απολαύσουν τη χαρά του παιχνιδιού, μακριά από σκοπιμότητες και ανταγωνισμούς που μάλλον αποτελούν αντικατοπτρισμό των δικών μας απωθημένων.
Εάν δεν σας έπεισαν όλα τα παραπάνω, τότε μάλλον είστε τύπος των μαθηματικών αποδείξεων. Κλείνοντας, λοιπόν, ας αξιοποιήσουμε την έρευνα που επικαλέστηκε και ο Ματ Γιανγκ στην εμπνευσμένη ομιλία του. Σύμφωνα με αυτή, για την ανάδειξη ενός elite αθλητή, συντελούν τα εξής:
30% γενετική προδιάθεση (ταλέντο ή/και σωματική διάπλαση ανάλογα με το άθλημα)
25% εσωτερική θέληση
20% ευνοϊκό περιβάλλον (πρόσβαση σε αθλητικούς χώρους και ακαδημίες)
5% τύχη
… και μόλις 15% η σωστή προετοιμασία. Δηλαδή η ομάδα που θα επιλέξει, το επίπεδο της προπόνησης και η έξτρα δουλειά στην οποία θα υποβληθεί το παιδί με personal trainers, γυμναστήρια, θεραπείες, διατροφή.
Το 85% δεν περνάει από το χέρι μας. Αξίζει τον κόπο να ταλαιπωρούμε τα παιδιά για ένα 15% το οποίο δεν μπορεί να αντισταθμίσει ούτε στο ελάχιστο την έλλειψη κάποιων στοιχείων που συνθέτουν το υπόλοιπο 85%; Ας τους δώσουμε πίσω τον αθλητισμό, όπως τον γνώρισαν και όχι όπως τους τον αλλοιώσαμε.
Από gazzetta.gr Γιώργος Μανταίος
0 Σχόλια